- χτικιάζω
- 1. αμετ.1) болеть чахоткой, туберкулёзом; 2) чахнуть; 2. μετ. доводить до чахотки (тж. перен. ); изводить; με χτίκιασες με τίς γκρίνιες σου ты меня извёл своим нытьём
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χτικιάζω — χτικιάζω, χτίκιασα, χτικιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χτικιάζω — Ν 1. (αμτβ.) προσβάλλομαι από χτικιό, από φυματίωση («χτίκιασε και πέθανε νέος») 2. (μτβ.) βασανίζω πολύ, ταλαιπωρώ κάποιον («μέ χτίκιασε αυτή η δουλειά») 3. (αμτβ.) βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι («αυτόν τον μήνα κουράστηκα, χτίκιασα») 4. (η μτχ.… … Dictionary of Greek
χτικιάζω — χτίκιασα, χτικιασμένος 1. παθαίνω χτικιό, προσβάλλομαι από φθίση. 2. κάνω κάποιον να χτικιάσει: Με χτίκιασε με τη στάση της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… … Dictionary of Greek
αλαλιάζω — 1. κάνω κάποιον άλαλο, ανόητο, τον αποβλακώνω 2. φέρνω κάποιον σε κατάσταση ζάλης, τόν κάνω ανίκανο να αντιλαμβάνεται αυτά που συμβαίνουν γύρω του 3. φέρνω κάποιον σε σύγχυση και αμηχανία, ζαλίζω, σκοτίζω 4. ζαλίζομαι, σκοτίζομαι, περιέρχομαι σε… … Dictionary of Greek
μαραγγιάζω — και μαραγκιάζω 1. (για φυτά, άνθη και καρπούς) μαραίνομαι, ξεραίνομαι, χάνω τη θαλερότητα και τη φρεσκάδα μου 2. μτφ. χάνω την ευρωστία, τη ζωτικότητά μου, γερνώ 3. μαραίνω, ξεραίνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μαραντιάζω < *μαραντός < μαραίνω,… … Dictionary of Greek
φευγιό — το, Ν 1. φυγή, φευγάλα 2. αποχώρηση, αναχώρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω + κατάλ. ιό (πρβλ. τρεχ ιό: τρέχω, χτικ ιό: χτικιάζω)] … Dictionary of Greek
χτίκιασμα — το, Ν [χτικιάζω] 1. προσβολή από φυματίωση 2. μτφ. βάσανο, ταλαιπωρία («είναι χτίκιασμα αυτή η δουλειά») … Dictionary of Greek
χτικιασμένος — η, ο, Ν βλ. χτικιάζω … Dictionary of Greek
χτικιό — το, Ν 1. η φυματίωση 2. μτφ. βάσανο, ταλαιπωρία («είναι χτικιό να πλένεις αυτές τις βρομιές»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. χτικιάζω (πρβλ. τρέχω: τρεχιό, φεύγω: φευγιό)] … Dictionary of Greek
χτίκιασμα — το, ατος 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χτικιάζω, φυματίωση, χτικιό. 2. ταλαιπωρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)